Φινετσάτα λευκά κρασιά με ζουμερές λεμονάτες γεύσεις, δροσιστική οξύτητα και ορυκτότητα. Έτσι περιγράφουν οινοποιοί και σομελιέ από όλον τον κόσμο την ποικιλία Ρομπόλα, η οποία παράγεται στην Κεφαλονιά. Η Ρομπόλα είναι η πιο διαδεδομένη ποικιλία και ευδοκιμεί σε άγονα εδάφη, που οι Ιταλοί ονόμαζαν το κρασί της “Vino di Sasso”, δηλαδή “το κρασί της πέτρας”. Στις ορεινές πλαγιές του Αίνου υπάρχουν ακόμα πολλά αυτόριζα αμπέλια ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας.
Το νησί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη των τοπίων των αμπελώνων, καθώς η αμπελοκαλλιέργεια συνιστά έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της αγροτικής παραγωγής και έρχεται δεύτερος μετά την ελαιοκαλλιέργεια.
Οι καθηγητές του τμήματος Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Μπεόπουλος και Λένα Αποστολάτου, σημειώνουν χαρακτηριστικά: “Η κύρια καλλιεργούμενη ποικιλία στην Κεφαλονιά είναι η Ρομπόλα, μια εξαιρετική ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα, στενά συνδεμένη με την ιστορία και τον πολιτισμό του νησιού. Η πρώτη μαρτυρία για την καλλιέργειά της χρονολογείται ήδη από το 1520. Η αμπελουργική ζώνη της Ρομπόλας παράγει οίνους, που από το 1982, αναγνωρίζονται ως προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.).”
Σύμφωνα με τον Δρ. Γεράσιμο Αντζουλάτο και το Αμπελοοινικό Κέντρο Κεφαλονιάς – Ιθάκης υπάρχουν τρεις αναγνωρισμένοι τοπικοί οίνοι: Πλαγιές του Αίνου (λευκός – ερυθρός), Μεταξάτων (ερυθρός) και Μαντζαβινάτων (ερυθρός – ροζέ – λευκός), ενώ αναφέρεται σε σχετική έρευνα, πως οι αμπελώνες της Κεφαλονιάς θεωρούνται ως “οι πλουσιότεροι γενετικά αμπελώνες της Ευρώπης”. Η συνολική εικόνα του αμπελώνα της Κεφαλονιάς είναι η ακόλουθη: Ρομπόλα (25%), Βοστυλίδι (8,3%), Τσαούσι (8,3%), Μαυροδάφνη (2,92%), Μοσχάτο (1,25%), Μοσχατέλα (1,67%) και Θειακό (1,25%).
Η οινοποίηση τους γίνεται σε δέκα οινοποιεία του νησιού, με το σημαντικότερο να θεωρείται το οινοποιείο του Αγροτοβιομηχανικού Συνεταιρισμού παραγωγών Ρομπόλας, που καλύπτει το 75-80% της παραγωγής της Ρομπόλας.
Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί την πιο σημαντική δραστηριότητα του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας της Κεφαλονιάς. Η παραγωγή ελαιόλαδου στην Κεφαλονιά ανέρχεται σε 2500 τόνους ετησίως. Κι αυτό είναι σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς πως η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής ελαιολάδου στον κόσμο, μετά την Ισπανία και την Ιταλία.
Οι ποικιλίες που ευδοκιμούν στην Κεφαλονιά είναι κατά κύριο λόγο η ντόπια ελιά που αποτελεί και την παλαιότερη ποικιλία του νησιού. Ακολουθούν η ασπροελιά, η κορφοελιά, η ματολιά και το Θιακό.
Σύμφωνα με τον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Αίνου το Κεφαλονίτικο ελαιόλαδο έχει επίσημα αναγνωριστεί και κατοχυρωθεί βάσει σχετικών κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πιστοποιημένο προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (Π.Γ.Ε.). Η συγκεκριμένη πιστοποίηση αναδεικνύει τη γεωγραφική καταγωγή του ελαιόλαδου, στην οποία μπορούν να αποδοθούν τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κι αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα στην προώθηση του προϊόντος στις απαιτητικές αγορές του εξωτερικού.
Γενικά, ο αγροτικός τομέας ανέκαθεν διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία της Κεφαλονιάς, καλύπτοντας το 9,07% του ΑΕΠ του νομού και το 0,65% του ΑΕΠ της περιφέρειας Ιονίων Νήσων, σύμφωνα με στοιχεία από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Η συνολικά καλλιεργούμενη έκταση ανέρχεται σε 330.331 στρέμματα εκ των οποίων 1,2% αφορούν ετήσιες καλλιέργειες, 2,74% αμπέλια, 16,19% λοιπές δενδρώδεις καλλιέργειες (κυρίως ελιά) και 69,15% λιβάδια, βοσκοτόπους, οικογενειακούς λαχανόκηπους και αγραναπαύσεις. Στο σύνολο του νομού λειτουργούν 4.972 γεωργικές εκτάσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν. Οι αρδευόμενες καλλιέργειες περιορίζονται στις περιοχές της Παλλικής, του νότιου τμήματος της Κεφαλονιάς, των Βλαχάτων, των Μουσάτων, της Σκάλας, του Κατελειού και των Τζανάτων. Σε αυτές τις περιοχές συγκεντρώνεται και το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής δραστηριότητας, ενώ το υπόλοιπο της επιφάνειας του νησιού εξυπηρετεί τις ανάγκες του κτηνοτροφικού τομέα.
Μετά το κρασί και το λάδι, στις κυριότερες εξαγωγες του νησιού είναι οι σταφίδες. Δεν αποκαλείται τυχαία “ο μαύρος χρυσός”.
Ο Δρ. Σπυρίδων Α. Θεοτοκάτος σημειώνει χαρακτηριστικά: “Η μαύρη σταφίδα, μια ιδιαίτερα σημαντική αγροτική καλλιέργεια για την Κεφαλονιά και ειδικότερα ο πάλαι ποτέ μαύρος χρυσός της Παλλικής, δεν έχει μόνο βαθιές ρίζες δεμένη με το κλίμα, το έδαφος και το μεράκι που εμφύσησαν οι προπάτορες μας, αλλά αποτελεί πολύτιμο αγροτικό προϊόν με υψηλή διατροφική αξία και ένα άκρως εξαγώγιμο προϊόν, του οποίου η ζήτηση αυξάνεται συνεχώς, καθώς έχει επιστημονικά καθιερωθεί, παγκοσμίως ως υπερτροφή και με αντικαρκινικές ιδιότητες, ενώ βοηθά στην προστασία του περιβάλλοντος, διότι καλλιεργώντας ο σταφιδοπαραγωγός το κτήμα του δεν ερημοποιείται, δεν πιάνει φωτιά και δεν γίνεται διάβρωση του εδάφους.”
Το προϊόν όμως, που φαίνεται να σημειώνει κέρδη ρεκόρ τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, προέρχεται από τα Ιχθυοτροφεία της Κεφαλονιάς. Οι τσιπούρες είναι από τα περιζήτητα ελληνικά προϊόντα στη Γαλλία. Σύμφωνα με την Enterprise Greece (Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου), υπάρχουν ευκαιρίες για περαιτέρω αύξηση της συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας – Γαλλίας. Τα περιθώρια κέρδους και ανάπτυξης είναι τεράστια για την αγροτική οικονομία της Κεφαλονιάς, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών από τους χιλιάδες τόνους τσιπούρας που εισέρχονται στην Ιταλία κάθε χρόνο, το 60% περίπου προέρχεται από την Ελλάδα.
Ιδιαίτερα φημισμένοι στο νησί της Κεφαλονιάς είναι οι τυροκόμοι. Με πάνω από δεκαπέντε τυροκομεία στο νησί, πολλές οικογένειες κτηνοτρόφων και αγροτών στην Κεφαλονιά συντηρούνται από τη φέτα. Παράγουν λευκό “βαρελίσιο τυρί” τύπου φέτα, κεφαλοτύρι και μυζήθρα σύμφωνα με πατροπαράδοτες τεχνικές με βάση το πρόβειο και το γίδινο γάλα. Τυπικά δεν μπορούν να το πουν φέτα, γιατί η Κεφαλονιά δεν έχει επίσημη άδεια χρήσης της ονομασίας “φέτα ΠΟΠ”, γι αυτό και έχει καθιερωθεί στις αγορές κυρίως εντός Ελλάδας.
Ιστορικά, η σχέση του νησιού με την τυροκομία είναι άρρικτη. Ο καθηγητής Γιώργος Ν. Μοσχόπουλος επισημαίνει πως “σύμφωνα με την απογραφή του 1810, στο νησί παράγονταν 682.615 λίτρα τυρί και από αυτές εξάγονταν 9.102. Παρόλο που δεν διευκρινίζεται η ανά είδος σύνθεση των ποσοτήτων, το γεγονός της καταγεγραμμένης παραγωγής τυριού είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί φανερώνει την ύπαρξη της απαραίτητης τεχνογνωσίας για την παραγωγή και διατήρηση τυριού σε ευρύτατη κλίμακα”. Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση του πως οι Κεφαλονίτες τυροκόμοι ήταν πρωτοπόροι στην παραγωγή της φέτας και πως οι περιοχές της Ελλάδας που είναι γνωστές για την παραγωγή της φέτας σήμερα στο εξωτερικό, ιστορικά έμαθαν την φέτα από την Κεφαλονιά και πως μέχρι τότε παρήγαγαν… “τελεμέ”!
Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί τέλος, η μεγάλη παραγωγή μελιού στην Κεφαλονιά, με την Ελλάδα να θεωρείται από τις πρώτες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην παραγωγή μελιού. Η μελισσοκομία στο νησί εναι σταθερή διαχρονικά και ξεπερνά τους 70 τόνους ετησίως. Παράγεται, επίσης, γύρη και βασιλικός πολτός.
Η γεωμορφολογία της περιοχής σε συνδυασμό με το κλίμα προσδίδουν στην αυτοφυή μελισσοκομική χλωρίδα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, στον Εθνικό Δρυμό Αίνου με το μοναδικό αμιγές δάσος Κεφαλληνιακής Ελάτης στην Ελλάδα, παράγεται ένα εξαιρετικό μελίτωμα κοκκινωπού χρώματος με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση. Σύμφωνα με το Επιμελητήριο Κεφαλονιάς και Ιθάκης, έχει συσταθεί στην Κεφαλονιά ο Συνεταιρισμός Μελισσοκόμων Κεφαλονιάς που βασικός του στόχος είναι η προστασία του Κεφαλονίτικου μελιού και η στήριξη των μελισσοκόμων. Απώτερος στόχος του είναι να αναγνωριστεί το Κεφαλονίτικο μέλι ως Π.Ο.Π. (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης) ή Π.Γ.Ε.(Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης), ώστε να είναι αναγνωρίσιμο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να ενισχυθεί έτσι το εισόδημα των αγροτών.