Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που απλώνεται πίσω από τις σημερινές εικόνες της Κεφαλονιάς, ένας κόσμος που έχει σβήσει από την καθημερινότητα αλλά παραμένει ζωντανός στη μνήμη των παλιών και στις σκόρπιες ιστορίες που ακούς στα καφενεία. Ήταν ο κόσμος των επαγγελμάτων που κράτησαν το νησί όρθιο για αιώνες, τότε που τα χωριά ήταν γεμάτα, οι δρόμοι χωμάτινοι, οι οικογένειες μεγάλες και οι ανάγκες λίγες. Πριν εμφανιστεί ο τουρισμός, πριν τα σπίτια αποκτήσουν αυλές διαμορφωμένες και πριν η ζωή αποκτήσει ρυθμούς που ορίζονται από εποχές και όχι από τη φύση, η Κεφαλονιά στηριζόταν σε τρεις βασικές κατηγορίες ανθρώπων: τους αγρότες, τους ναυτικούς και τους εμπόρους. Μαζί τους και γύρω τους λειτουργούσε ένα πλήθος μικρών επαγγελμάτων, από μαστόρους έως ψαράδες, που συμπλήρωναν τον ιστό της καθημερινότητας.
Η Κεφαλονιά της προ τουρισμού εποχής ήταν ένας τόπος αυτάρκειας. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν με ό,τι παρήγαλλε η γη ή ό,τι έφερνε το καΐκι στο λιμάνι. Το χρήμα κυκλοφορούσε λίγο, τα σπίτια ήταν λιτά, οι αποθήκες γεμάτες εργαλεία και προϊόντα που είχαν γίνει με κόπο. Δεν υπήρχε η σημερινή λογική του “τι θέλω να δουλέψω”, αλλά η λογική του “τι μπορεί να συντηρήσει την οικογένεια”. Το επάγγελμα ήταν κληρονομιά. Γεννιόσουν μέσα σε αυτό, το μάθαινες χωρίς σχολή, το συνέχιζες γιατί έτσι λειτουργούσε ο κόσμος.
Ο αγρότης ήταν ο πυλώνας αυτής της κοινωνίας. Ήταν άνθρωπος της γης, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τεχνίτης, μάστορας, γεωπόνος, εργάτης και φύλακας της σοδειάς ταυτόχρονα. Ήξερε πότε να κλαδέψει, πότε να ποτίσει, πότε να φοβηθεί τον καιρό, πότε να περιμένει τη βροχή. Η Ρομπόλα, η καλλιέργεια που χαρακτηρίζει ακόμη το νησί, ήταν ίσως η πιο απαιτητική. Τα αμπέλια έβλεπαν τον ήλιο από γερτές πλαγιές, τα χώματα ήταν άσπρα και σκληρά και η τέχνη του τρύγου περνούσε από χέρι σε χέρι. Οι ελιές συμπλήρωναν τη ζωή του αγρότη, μαζί με λίγα κηπευτικά, σιτηρά και τα απαραίτητα ζώα για το σπίτι. Η καθημερινότητα δεν είχε ωράριο. Όποιος δούλευε τη γη είχε πρόγραμμα που καθοριζόταν αποκλειστικά από τις εποχές.
Ένα συχνό λάθος όταν μιλάμε για παλιά επαγγέλματα είναι ότι ξεχνάμε τις γυναίκες. Στην Κεφαλονιά δεν ήταν ποτέ απλές βοηθοί. Δούλευαν δίπλα στους άντρες στα χωράφια, έπλεναν, μάζευαν χόρτα, τάιζαν ζώα, κρατούσαν το σπίτι σε απόλυτη τάξη και μεγάλωναν παιδιά με μια καθημερινότητα που δεν περιελάμβανε καμία ξεκούραση. Ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο γυρνούσε η οικογενειακή ζωή και συχνά αυτές κράταγαν το σπίτι όρθιο όταν οι άντρες έλειπαν στα ταξίδια.
Γιατί αν η γη εξασφάλιζε το φαγητό, η θάλασσα εξασφάλιζε τα χρήματα. Ο Κεφαλονίτης ναυτικός ήταν μια φιγούρα σχεδόν μυθική στην εποχή του. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα στον Μεσοπόλεμο και μετά, η ναυτική ζωή έγινε το βασικό επάγγελμα για χιλιάδες οικογένειες. Παιδιά που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε έφηβους ανέβαιναν σε πλοία και μάθαιναν τον κόσμο από τα καταστρώματα. Λιμάνια όπως η Νέα Υόρκη, το Μπουένος Άιρες, το Ρότερνταμ και το Κάιρο ήταν σχεδόν κομμάτια του νησιού. Εκεί άκουγες κεφαλονίτικη προφορά, εκεί γίνονταν παρέες, εκεί έφταναν οι ιστορίες που αργότερα θα γίνονταν οικογενειακά ανέκδοτα.
Ο ναυτικός έλειπε μήνες, ίσως και χρόνια. Το σπίτι τον περίμενε με αγωνία, περηφάνια, φόβο, αλλά και μια αίσθηση ότι η απουσία του ήταν κομμάτι της κανονικότητας. Γύριζε με φωτογραφίες από μακρινά μέρη, με δώρα, με ιστορίες από θαλασσοταραχές και λιμάνια που κανείς στο χωριό δεν θα έβλεπε ποτέ. Αυτή η κοσμοπολίτικη όψη της Κεφαλονιάς δεν χτίστηκε από ταξίδια αναψυχής, αλλά από τα ταξίδια της ανάγκης. Η ναυτοσύνη έγινε κουλτούρα, τρόπος σκέψης και πηγή εισοδήματος που άλλαξε την κοινωνία.
Ανάμεσα στη γη και τη θάλασσα βρισκόταν το τρίτο μεγάλο στήριγμα της κεφαλονίτικης οικονομίας: το εμπόριο. Ο παλιός έμπορος δεν ήταν απλώς καταστηματάρχης. Ήταν ο άνθρωπος που αγόραζε προϊόντα από τον παραγωγό, τα μετέφερε όπου υπήρχε ανάγκη, έφερνε είδη πρώτης ανάγκης στο χωριό, λειτουργούσε σαν άτυπος διαμεσολαβητής και δανειστής. Το μπακάλικο ήταν το κέντρο της κοινότητας. Εκεί γίνονταν συζητήσεις, εκεί διαδίδονταν τα νέα, εκεί έβρισκες λίγη ζάχαρη βερεσέ μέχρι να πουλήσεις λάδι ή σταφύλια. Οι μεγάλοι έμποροι είχαν σχέσεις με άλλα νησιά, με την Πάτρα, με την Ιταλία. Μέσα από αυτούς, η Κεφαλονιά άρχισε να συνδέεται εμπορικά με τον υπόλοιπο κόσμο.
Γύρω από αυτές τις τρεις μεγάλες επαγγελματικές ομάδες υπήρχε μια ολόκληρη κοινωνία από μαστόρους και τεχνίτες που σήμερα θεωρούνται σχεδόν θρυλικές φιγούρες. Ο σιδεράς ήταν ο άνθρωπος που έδινε μορφή στο μέταλλο, από εργαλεία μέχρι πόρτες και πόμολα. Ο μαραγκός έφτιαχνε σκαριά για καΐκια, έπιπλα, παράθυρα, πράγματα που κρατούσαν δεκαετίες. Ο καροποιός δημιουργούσε τα κάρα που μετέφεραν όλη την παραγωγή του χωριού. Ο τσαγκάρης ήταν ο τεχνίτης που επιδιόρθωνε παπούτσια σε μια εποχή που τίποτα δεν πετιόταν. Οι μυλωνάδες άλεθαν τα σιτηρά, οι βοσκοί κρατούσαν ζωντανά τα ορεινά χωριά, οι ψαράδες έφερναν στο τραπέζι το καθημερινό ψάρι με κόπο που δεν περιγράφεται εύκολα.
Αυτός ο κόσμος άρχισε να αλλάζει από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Ο τουρισμός έφερε νέες δουλειές, νέες ανάγκες και ένα άλλο μοντέλο οικονομίας. Τα χωράφια άρχισαν να μένουν χέρσα, τα παλιά εργαστήρια να κλείνουν, οι νέοι να προτιμούν να μείνουν στο νησί αντί να φύγουν στα καράβια. Όσα κάποτε ήταν δεδομένα άρχισαν να μοιάζουν μακρινά. Κάποια επαγγέλματα εξαφανίστηκαν, άλλα μεταμορφώθηκαν, άλλα έγιναν απλώς ιστορίες που λέγονται στις μεγάλες παρέες.
Κι όμως, η Κεφαλονιά κουβαλάει ακόμη αυτό το παλιό DNA. Η περηφάνια της δουλειάς, το πείσμα, η αυτάρκεια, η αίσθηση ότι τα πράγματα γίνονται καλύτερα όταν τα φτιάχνεις με τα χέρια σου, η αυτοπεποίθηση του νησιώτη που έχει δει τον κόσμο μέσα από τις ιστορίες των παλιών ναυτικών, η κοινωνική αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε σε εποχές όπου όλοι χρειάζονταν όλους, όλα αυτά είναι κληρονομιές των παλιών επαγγελμάτων.
Η γη κουβαλάει ακόμη τις πέτρες από τις ξερολιθιές, τα παλιά αμπέλια, τις ελιές που βλέπεις και καταλαβαίνεις πως έχουν αντέξει γενιές. Τα λιμάνια έχουν αλλάξει, αλλά αν καθίσεις λίγο στο μώλο θα ακούσεις κάποιον να λέει μια παλιά ναυτική ιστορία σαν να έγινε χτες. Τα μαγαζιά έχουν αλλάξει μορφή, όμως η ανάγκη του κόσμου να βρεθεί κάπου και να μιλήσει παραμένει ίδια. Ό,τι χάθηκε σαν πράξη, μένει σαν χαρακτήρας.
Ο κόσμος των παλιών επαγγελμάτων δεν είναι απλώς μια ρομαντική αναφορά στο παρελθόν. Είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η σύγχρονη Κεφαλονιά, ένας τρόπος να θυμόμαστε από πού ξεκινήσαμε πριν το νησί γίνει προορισμός. Μια υπενθύμιση ότι πίσω από τις παραλίες και τις ταμπέλες των ξενοδοχείων υπάρχουν ιστορίες ανθρώπων που δούλεψαν σκληρά, ταξίδεψαν μακριά, έχτισαν με τα χέρια τους έναν τόπο που κατάφερε να μείνει ζωντανός. Και όσο αυτές οι ιστορίες συνεχίζουν να ακούγονται, ακόμη και σε ψιθύρους, ο κόσμος εκείνος δεν χάνεται ποτέ πραγματικά.
