Ο 25χρονος Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει για πρώτη φορά στην Κεφαλονιά στις 27 Απριλίου 1801. Ως εντεταλμένος της περίφημης “Επτανήσου Πολιτείας” που υποστηριζόταν από τη ρωσοτουρκική συμμαχία, μαζί με τον Ζακυνθινό Νικόλαο Σιγούρο για να οργανώσουν την τοπική κυβέρνηση. Ήταν επίσης η πρώτη φορά, που ο Κερκυραίος πολιτικός αναμειγνυόταν με τα πολιτικά.
Παρά το γεγονός ότι τότε στο νησί κατοικούσαν μόλις 50.000 άνθρωποι, που έβγαζαν τα προς το ζην από την γεωργία, την κτηνοτροφία, το εμπόριο και την ναυτιλία, η εικόνα που αντίκρισαν ήταν χάος και ταραχές μεταξύ διαφόρων φατριών του νησιού. Αναρχία παντού. Όπλα, εκφοβισμοί, αρπαγές ζώων και πειρατεία. Το νησί ήταν “κομμένο στα δύο”. Οι κάτοικοι σε Αργοστόλι και Ληξούρι αντιμάχονταν για το που θα εγκατασταθούν οι αρχές του νησιού, αν και οι εντάσεις μεταξύ των δύο πόλεων διαρκούσαν σχεδόν μία πεντηκονταετία. Σύμφωνα με τις σημαντικές ιστορικές σημειώσεις του Μάρκου Θεοτόκη, όταν οι Αυτοκρατορικοί Επίτροποι έφθασαν στην Κεφαλονιά την βρήκαν “…εν πλήρει στάσει”.
Ο νεαρός Καποδίστριας ψύχραιμος από την πρώτη στιγμή, εκφώνησε τον πρώτο του πολιτικό λόγο, όπου εξηγούσε την μέθοδο που ήθελε να εφαρμόσει, ζητώντας τη βοήθεια όλων των κατοίκων ανεξαιρέτως, ώστε να τα καταφέρει. Προέτρεψε τους πολίτες “να αισθανθούν το μεγαλείο της τύχης τους”. “Η ίδρυση της ανεξάρτητης Επτανήσου Πολιτείας, παρ’ όλες τις ελλείψεις της, έπρεπε πάση θυσία να διασφαλιστεί. Αν δινόταν η εντύπωση στους ξένους, ότι οι Έλληνες δεν μπορούν να συνεργαστούν χωρίς την επιβολή των ξένων δυνάμεων, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα”.
Γρήγορα ο Καποδίστριας παρατήρησε πως η υπάρχουσα φρουρά του νησιού ήταν ανεπαρκής σε περίπτωση “εφόδου κατά της πόλης”, αλλά και για την επιβολή ειρηνικής κατάστασης. Το αίτημα του εισακούστηκε. Ζήτησε την ενίσχυση της με πάνω από 100 επίλεκτους στρατιώτες, όπως και πολλά πολεμοφόδια. Επίσης, άμεσα κάλεσε τους κομματάρχες για να καταλάβει τα αίτια της αναρχίας που επικρατούν στο νησί και να δει ποιος προκαλούσε τις ταραχές.Ύστερα από ημέρες, προέκυψε ότι όλες οι ταραχές ξεκινούσαν από ένα και μόνο πρόσωπο, τον αριστοκράτη Ευστάθιο Μεταξά, ο οποίος όχι μόνο αρνήθηκε τις κατηγορίες αλλά φοβέρισε πως θα ανατρέψει την τοπική Κυβέρνηση. Τότε η επιτροπή που είχε οργανώσει ο Καποδίστριας για τις ταραχές, του διεμήνυσε πως θα πρέπει να αποχωρήσει από το νησί εντός 48 ωρών κι αν δεν το κάνει θα κηρυχθεί εξόριστος και θα του δεσμευτεί η περιουσία. Το πρόβλημα για τον Καποδίστρια μεγάλωνε, καθώς ο Μεταξάς έτρεψε το κίνημα των χωρικών που τον στήριζε εναντίον της τοπικής κυβέρνησης. Ο πανικός κυρίευσε την πόλη, γράφει χαρακτηριστικά πάλι ο Μάρκος Θεοτόκης.
Τότε ο Καποδίστριας αποφάσισε να συνομιλήσει ο ίδιος με τον άνθρωπο που είχε ξεσηκώσει τους κατοίκους να πάρουν τα όπλα. Όπως είπε, ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια περί τίνος πρόκειται και πως δεν εμπιστευόταν κάποιον άλλον να πάει στη θέση του. Ήταν τέτοια η αποφασιστικότητα του και το θάρρος που πήγε στις δύο το βράδυ εν μέσω οπλισμένων χωρικών. “Παραλαμβάνει μεθ’ ορμής έναν ακόλουθο και πορεύεται εν τω σκότει της νυκτός”. Όπως σημειώνεται, συνομίλησαν για τέσσερις ώρες.
Ο ιστορικός Νικόλαος Γ. Μοσχονάς κάνει λόγο στο έργο του για αποφασιστικές κινήσεις του Καποδίστρια. Επιστρέφοντας ο Καποδίστριας από αυτή την παράτολμη επιχείρηση, αφού έθεσε τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο, πρότεινε την ίδρυση επιτροπής που θα έλυνε τις διαφορές και θα απομάκρυνε τους ενόπλους από την πόλη. “Η Επιτροπή Ειρήνης” συγκροτήθηκε από τους ευπατρίδες Στέφανο Φωκά, Νικολή Φωκά, Δημήτριο Πινιατόρο και Νικόλαο Άννινο. Η Επιτροπή εξέδωσε διαταγή στις 5 Μαΐου που επαναλάμβανε τις αποφάσεις της προηγούμενης και απαιτούσε τον γενικό αφοπλισμό και καθόριζε τη λειτουργία της Πολιτείας. Μετά τη δημοσίευση της διαταγής και αφού ο Ευστάθιος Μεταξάς αποχώρησε από το νησί και κατέφυγε στην Ζάκυνθο, η Επιτροπή περιόδευσε στους δρόμους κρατώντας κλαδιά ελιάς, διαβεβαιώνοντας τους πολίτες ότι έγινε ειρήνη και προτρέποντάς τους να τη σεβαστούν. Ο Καποδίστριας συνεχώς έλεγε στους κατοίκους, πως είναι έγκλημα να μη δέχονται την ενότητα.
Ο νεαρός Καποδίστριας πέτυχε στην πρώτη δύσκολη αποστολή του. Όταν κατάφερε να εγκαθιδρύσει στο νησί τοπικές αρχές και φρουρά, ικανές να ελέγχουν τις συμπλοκές, έφυγε για την Κέρκυρα. Φεύγοντας παρέδωσε “ένα νησί ειρηνευμένο, διοικούμενο από την Πολιτεία, με τους αντιπάλους αποδυναμωμένους, με ένα νέο νοσοκομείο και με πλεόνασμα 12.000 γρόσια στο δημόσιο ταμείο από τα οποία τα 8.000 ενίσχυσαν το Γενικό Ταμείο”, σημειώνεται στο ιστορικό έργο του Μ. Θεοτόκη, μοναδικής αξίας για την ιστορία των Επτανήσων, “Ο Ιωάννης Καποδίστριας εν Κεφαλληνία και αι στάσεις αυτής εν έτεσι 1800,1801,1802”.
Η δεύτερη αποστολή του Καποδρίστρια στην Κεφαλονιά δεν άργησε να έρθει. Ο εκπρόσωπος του τσάρου στα Ιόνια νησιά, έκρινε πως ο Καποδίστριας ήταν ο μόνος κατάλληλος ως Έκτακτος Έπαρχος, να διατηρήσει την ηρεμία, να εγκαταστήσει τη ρωσική φρουρά, να αφοπλίσει την ευθυνόμενη γιά πολλές ταραχές Κεφαλληνιακή Εθνοφυλακή και να προετοιμάσει την ανάληψη των καθηκόντων του Ιακώβου κόμη Μερκάτη, που τοποθετήθηκε ως εκπρόσωπος του Ηγεμόνα. Η φήμη εξάλλου του Καποδίστρια, όπως σημειώνει ο ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Σκλαβούνος, ήταν γνωστή. Αφοσιωμένος μέχρι αυτοθυσίας πατριώτης, άριστος διπλωμάτης, οραματιστής, ικανός να εμπνέει και να απολαμβάνει την αγάπη του λαού. Έτσι στις 22 Σεπτεμβρίου 1802 έφθασε με τη συνοδεία της Ρωσικής Φρουράς, όπου και έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Ως διπλωμάτης της Φρουράς, στην υπηρεσία του τσάρου, είχε συνειδητοποίησει ότι η μόνη ελπίδα για να σωθεί το υπόδουλο γένος, είναι η ομόδοξη Ρωσία και όχι οι υπόλοιπες, Προτεσταντικές και Καθολικές στο θρήσκευμα, Δυνάμεις.
Ο καθηγητής Γεράσιμος Δ. Παγκράτης σημειώνει:“Η διπλή εμπλοκή του Καποδίστρια στα πολιτικά πράγματα της Κεφαλονιάς υπήρξε το αποφασιστικό βήμα για τη μετάβασή του από την ιδιότητα του γιατρού σε εκείνην του πολιτικού και από τα διαβάσματα και τις θεωρητικές συζητήσεις στην πολιτική πράξη. Στην εξέλιξη αυτή είχε συμβάλει η διαλλακτικότητα, η συμβιβαστικότητα, αλλά και η πυγμή και η λήψη δύσκολων αποφάσεων όπου απαιτείτο. Θα το αναγνώριζε και ο ίδιος αργότερα γράφοντας ότι στην Κεφαλονιά γεννήθηκε ως πολιτικός άνδρας.”
Ο Καποδίστριας με επίμονες προσπάθειες κατάφερε να επαναφέρει την ηρεμία στο νησί και να γίνει αποδεκτό το νέο σύνταγμα. Σύμφωνα με τον Γ. Β. Νικολάου, αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο Καποδίστριας τα κατάφερε, καθώς χειρίστηκε το ζήτημα με διαλλακτικό πνεύμα, αλλά και αποφασιστικότητα, δείχνοντας τις πολιτικές του ικανότητες. Και όχι μόνο. Πίστευε στον λαό της Κεφαλονιάς και στο λαμπρό μέλλον του νησιού. Σε αναφορά του προς την κυβέρνηση της Ιονίου Πολιτείας στις 20 Οκτωβρίου 1802 έγραψε: “Αν η κυβέρνηση με την αυθεντία της και την επιβλητική στρατιωτική της δύναμη που τη στηρίζει, τηρήσει απαρέγκλιτα το νόμο της αυστηρής αμεροληψίας, αν μερικοί από τους πρωτεργάτες των κινημάτων, οι ισχυροί και οι τιμαριούχοι, απομακρυνθούν από το νησί με κατάλληλους τρόπους και άλλοι από αυτούς απομονωθούν, ώστε να παρουσιαστούν στο λαό απογυμνωμένοι από κάθε δύναμη και παραγκωνισμένοι, αν η κοινή γνώμη ικανοποιηθεί με την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβες και με την παραδειγματική τιμωρία των πρωτεργατών των στάσεων και των ανωμαλιών, τους οποίους η μέχρι τώρα ατιμωρησία τους έκανε αυθαδέστερους και προκλητικότερους, αν τέλος υπάρξει σωστή διαχείριση του δημοσίου πλούτου, που να εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον, τότε η Κεφαλληνία, μπορώ να το βεβαιώσω, ότι περισσότερο από τα άλλα νησιά θα γίνει κράτος με εθνική αξιοπρέπεια, θα ευημερήσει οικονομικά, γιατί θα γίνει το πιο παραγωγικό νησί και θα αναδείξει έξοχους άνδρες στη διοίκηση, στο εμπόριο, στις τέχνες, τις επιστήμες και στα γράμματα.”
Αυτές οι πρώτες αποστολές στην Κεφαλονιά, φαίνεται πως, παρέμειναν ζωηρές στη μνήμη του. Ο Μάρκος Θεοτόκης αναφέρει χαρακτηριστικά πως τον Ιούνιο του 1807, κατά την πολιορκία της Λευκάδας, ο Έλληνας διπλωμάτης που άλλαξε τον ρου της ιστορίας, είπε τα εξής σε Κεφαλλονίτες πλοιάρχους: “…άρχισα το πολιτικόν μου στάδιον εν μέσω Υμών εν Κεφαλληνία και αισθάνομαι ότι είμαι Κεφαλλήν…”
*Ευχαριστούμε την ιστορικό κ. Χάιδω Μπάρκουλα για την πολύτιμη βοήθεια της