Η εκπαίδευση στην Κεφαλονιά, ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της Ελλάδας, είναι ένας καθρέφτης των προκλήσεων που αντιμετωπίζει συνολικά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με μοναδικές ωστόσο ιδιαιτερότητες. Από την έλλειψη κτιριακών υποδομών και τις διοικητικές ευθύνες των εκπαιδευτικών, μέχρι τη λειτουργία της ειδικής αγωγής και την κοινωνική στήριξη της εκπαιδευτικής δραστηριότητας, το νησί αναδεικνύεται ως τόπος με πολλές δυνατότητες που όμως μάχεται τα χρόνια ριζωμένα προβλήματα της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας.
Μέσα από τις μαρτυρίες εκπαιδευτικών και αναπληρωτών εκπαιδευτικών, σκιαγραφούμε την κατάσταση της εκπαίδευσης στο νησί, φωτίζοντας τις καθημερινές προκλήσεις και τις ανάγκες που υπάρχουν.
Η Κεφαλονιά σε αναζήτηση… σχολικών κτιρίων
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που επηρεάζουν την εκπαίδευση στην Κεφαλονιά είναι η έλλειψη κατάλληλων κτιρίων. Οι σεισμοί του 2014 προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές, αφήνοντας πίσω τους σχολεία σε κοντέινερ και κτίρια που επισκευάστηκαν μετά από πολλά χρόνια, αλλά εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή.
Η κα. Φοίβη Ρίζου, φιλόλογος με 20 χρόνια εκπαιδευτικής εμπειρίας στην Κεφαλονιά, περιγράφει το παράδειγμα του Γενικού Λυκείου Ληξουρίου: «Αυτό στεγαζόταν από τη δεκαετία του ’80 σε ένα κτίριο που ναι μεν είναι ικανοποιητικό στα βασικά του σημεία αλλά πάντα είχε προβλήματα. Ωστόσο, μετά τον σεισμό του 2014, το κτίριο κρίθηκε σεισμόπληκτο αλλά επισκευάσιμο, και έτσι οι μαθητές του Λυκείου Ληξουρίου μέχρι να επισκευαστεί το αρχικό κτίριο στεγάστηκαν σε κοντέινερ. Έπειτα από 8,5 χρόνια αναμονής και παρά τις όποιες προσπάθειες της τοπικής κοινωνίας και του συλλόγου διδασκόντων να χτιστεί επιτέλους ένα νέο Λύκειο που να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ενός σύγχρονου Λυκείου όπως αυτό έχει εξελιχθεί με τα νέα προγράμματα σπουδών, το μόνο που καταφέραμε είναι να επιστρέψουμε στο παλιό επισκευασμένο κτίριο το οποίο είναι ανεπαρκές με σοβαρά προβλήματα και από άποψη χώρου και λειτουργίας. Ενδεικτικά να αναφέρω πως δεν έχουμε στεγασμένους χώρους για τις βροχερές μέρες, η βιβλιοθήκη απουσιάζει, το γυμναστήριο μόλις πρόσφατα επισκευάστηκε και το αμφιθέατρο δε μπορεί να φιλοξενήσει όλους τους μαθητές. Τα προβλήματα είναι πολλά, δεν είναι μόνο δικά μας και τα βασίζω στην γενικότερη αδιαφορία για την εκπαίδευση».
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη με τη συστέγαση σχολικών μονάδων, όπως το Λύκειο και το Γυμνάσιο Ληξουρίου. Η κα. Ρίζου σχολιάζει σχετικά πως «δύο σχολεία λειτουργούν ουσιαστικά στο ίδιο κτίριο, με αίθουσες που εισχωρούν η μία στην άλλη. Αυτό δημιουργεί προβλήματα ήχου και συνεννόησης».
Στο μεταξύ, το Μουσικό Γυμνάσιο Ληξουρίου, αν και θεσμοθετημένο από το 2019, δεν έχει ιδρυθεί ποτέ στην πράξη. «Η έλλειψη κατάλληλου κτιρίου είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο», εξηγεί η κα. Ρίζου. «Το κτίριο που είχε προταθεί, το διατηρητέο Βαλεντή, είναι ανεπαρκές για να στεγάσει τη δομή. Οπότε είναι η πέμπτη χρονιά πλέον που η Κεφαλονιά έχει μουσικό γυμνάσιο που δεν υπάρχει. Κρίνεται πλέον επιτακτική η ανάγκη για ένα σύγχρονο και νέο κτιριακό συγκρότημα στο Ληξούρι που θα αποσυμφορήσει την κατάσταση και θα δώσει τον χώρο να δημιουργηθεί η δομή για το μουσικό σχολείο», σχολιάζει η κα. Ρίζου. Βέβαια, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στο Ληξούρι. «Στην Αγία Θέκλη, το Γυμνάσιο έμεινε για 10,5 χρόνια σε ένα παλιό δημοτικό κτίριο, μέχρι να επιστρέψει στο ανακαινισμένο σχολείο του», προσθέτει.
«Ακούω βέβαια και από τους συναδέλφους στα υπόλοιπα σχολεία. Ας πούμε ακόμη και το συγκρότημα του «Φαραώ», τα δύο Λύκεια (1ο & 2ο) του Αργοστολίου, το οποίο είναι το πιο σύγχρονο και καινούργιο στο νησί, παρουσιάζει κι αυτό κάποια ζητήματα. Για παράδειγμα και τα δύο κτίρια έχουν προβληματική διαρρύθμιση, τεράστιους διαδρόμους με μικρές αίθουσες. Είναι εξαιρετικά κτίρια αλλά κι πάλι όχι τόσο λειτουργικά όσο θα όφειλαν», συμπληρώνει η ίδια θέλοντας να αναδείξει τη γενικότερη προβληματική κτιριακή κατάσταση.
Παράλληλα, ο 30χρονος Χρήστος, αναπληρωτής μαθηματικός ειδικής αγωγής είχε κληθεί να εργαστεί σε σχολείο κοντέινερ στην Κεφαλονιά τη χρονιά 2023-2024 και μεταφέρει τη δική του αισιόδοξη οπτική μιλώντας στο thekefalonianglobe.com. «Εργαζόμουν στο 2ο Γυμνάσιο Αργοστολίου,το οποίο ήταν σε κοντέινερ, γιατί το κτίριο είχε γκρεμιστεί από τον σεισμό του 2014. Ωστόσο, το σχολείο ήταν πλήρως εξοπλισμένο με υπολογιστές, προτζέκτορες, διαδραστικούς πίνακες και ό,τι χρειαζόμασταν. Ήμουν και στο 1ο Γυμνάσιο Αργοστολίου το οποίο ήταν παλιό και σε μέτρια κατάσταση. Το βασικό πρόβλημα εκεί ήταν η έλλειψη κλιματισμού. Δεν μπορείς να διδάξεις χωρίς κλιματιστικό. Η πικρή αλήθεια είναι πως τα σχολεία στην Ελλάδα που είναι σύγχρονα είναι λίγα», εξηγεί ο Χρήστος, ενώ παράλληλα σπεύδει να τονίσει πως «το σχολείο με τα κοντέινερ δεν έμοιαζε με σχολείο λόγω όψης. Γινόταν, όμως, εξαιρετική δουλειά από τους εκπαιδευτικούς, οπότε τα παιδιά δεν καταλάβαιναν το κτιριακό πρόβλημα. Δεν εξέλαβα ποτέ το παράπονο ότι «δεν έχουμε το τάδε» από τη μεριά των παιδιών».
Η αυτάρκεια στο εξοπλιστικό κομμάτι είναι ένα από τα ακλόνητα θετικά στοιχεία του νηπιαγωγείου στα Μεσοβούνια. Ωστόσο, η διαδικασία κάλυψης των υλικών ενδεχομένως να αλλάξει κάπως από φέτος καθώς καταργήθηκαν οι σχολικές επιτροπές. Ειδικότερα, η 26χρονη Ελένη Παξιμαδά, αναπληρώτρια νηπιαγωγός και προϊσταμένη στο νηπιαγωγείο Μεσοβουνίων, μας μίλησε σχετικά λέγοντας πως «πέρσι, μέσω των σχολικών επιτροπών, διαθέταμε σημαντικές πηγές χρηματοδότησης και μπορούσαμε να καλύψουμε ανάγκες. Για παράδειγμα, πέρσι πήραμε air condition. Τώρα, τα νηπιαγωγεία ανήκουν στους δήμους, οι οποίοι δεν διαθέτουν την ίδια οικονομική ευχέρεια. Η διαδικασία είναι καινούργια και φέτος πρέπει να μεσολαβεί ο δήμος για τη διευθέτηση των αναγκών. Σε βάθος χρόνου, αυτό είναι πολύ καταστροφικό για τα σχολεία. Είμαστε στο έλεος του δήμου. Για παράδειγμα, αν υπάρχουν ανάγκες, όπως αλλαγή κλειδαριών, πρέπει να απευθυνθούμε στον δήμο και να περιμένουμε».
Οι εκπαιδευτικοί σε ρόλο… γραμματέα
Οι εκπαιδευτικοί της Κεφαλονιάς -και όχι μόνο- δεν περιορίζονται στη διδασκαλία. Πολύ συχνά επωμίζονται διοικητικά καθήκοντα, που συνήθως θα έπρεπε να αναλαμβάνονται από εξειδικευμένο προσωπικό.
«Εμείς οι εκπαιδευτικοί αναγκαζόμαστε να εκτελούμε και τις διοικητικές εργασίες και μάλιστα οι διοικητικές εργασίες αυξάνονται ασύστολα, δηλαδή διογκώνονται πραγματικά χρονιά με τη χρονιά. Δεν έχουμε καμία γραμματειακή υποστήριξη ούτε καν φύλακα. Με άλλα λόγια, αναγκαζόμαστε να πραγματοποιούμε και την πρακτική υποστήριξη του χώρου. Δυστυχώς, είναι δεδομένο πως δεν υπάρχει σχολικός νοσηλευτής, άρα κάποιοι συνάδελφοι με περισσότερες γνώσεις θα κάνουν και το ρόλο του γιαλατζί ιατρού. Δυστυχώς, αναγκαζόμαστε να παίζουμε πάρα πολλούς ρόλους πια πράγμα που μοιάζει τιμητικό και αξιέπαινο αλλά είναι πολύ κοπιαστικό και εξουθενωτικό και δεν αμείβεται ούτε ηθικά, και φυσικά ούτε οικονομικά», υπογραμμίζει η κα. Ρίζου.
Παρόμοια είναι και η εμπειρία της κας. Παξιμαδά, η οποία αναφέρει πως «ουσιαστικά έχω δύο επαγγέλματα: το εκπαιδευτικό και το διοικητικό. Πράγματι, δουλεύω παραπάνω ώρες από τις ώρες που έχω προσληφθεί. Οφείλω να είμαι στο σχολείο 08:00 – 13:00, αλλά δουλεύω παραπάνω λόγω των διοικητικών ευθυνών που έχω. Η δουλειά μου στο διοικητικό κομμάτι περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, το κτιριακό, τους μαθητές και το εκπαιδευτικό προσωπικό». «Πολλές φορές νιώθω τόσο κουρασμένη από το διοικητικό έργο που αυτό επηρεάζει και το εκπαιδευτικό μου έργο», επεξηγεί περαιτέρω η ίδια.
Ανάλογο ζήτημα εντοπίζει και ο Χρήστος αναπληρωτής εκπαιδευτικός μαθηματικός και αναφέρει χαρακτηριστικά πως «η γραφειοκρατία ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι εκπαιδευτικοί χάνουν πολύτιμο χρόνο από δράσεις με τα παιδιά. Ένα σχολείο έχει την κλασική γραφειοκρατία του Δημοσίου. Επειδή δεν υπάρχουν γραμματείς, ο εκπαιδευτικός καλείται να κάνει αυτή τη δουλειά».
Κεφάλαιο ειδική αγωγή – Ένα σύστημα που προοδεύει αλλά παραμένει ανολοκλήρωτο
Η ειδική αγωγή στην Κεφαλονιά έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου, αλλά υπάρχουν κενά. «Επειδή εγώ δούλεψα για πρώτη φορά στο τμήμα ένταξης στην Κεφαλονιά, μπορώ να πω ότι στον τομέα της ειδικής αγωγής είναι πολύ μπροστά. Κάθε σχολείο είναι στελεχωμένο με 2 καθηγητές, και υπάρχει Ε.Δ.Υ. (Επιτροπή Διεπιστημονικής Υποστήριξης). Η ειδική αγωγή στο νησί «τρέχει» πολύ. Όλα τα γυμνάσια της Κεφαλονιάς, πλην ενός, έχουν τμήμα ΖΕΠ (ζώνη εκπαιδευτικής προτεραιότητας), όπου φοιτούν αλλοδαπά παιδιά που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα. Όλα τα υπόλοιπα γυμνάσια έχουν τμήμα ένταξης. Και όσα δημοτικά σχολεία γνώριζα, είχαν τμήμα ένταξης», εξηγεί ο Χρήστος, αναπληρωτής μαθηματικός ειδικής αγωγής.
Ωστόσο, στα Λύκεια δεν υπάρχουν τέτοιες δομές. Η κα. Ρίζου επισημαίνει ότι η ειδική αγωγή στα Λύκεια θα έπρεπε να είναι ουσιαστικά παρούσα. «Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες αυξάνονται, αλλά το σύστημα τους αφήνει εκτός. Στα Λύκεια, η εκπαίδευση μετατρέπεται σε προετοιμασία για τις πανελλαδικές, αφήνοντας στην άκρη κάθε άλλη πτυχή».
Οι προκλήσεις των αναπληρωτών
Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί στην Κεφαλονιά βιώνουν έντονα τις δυσκολίες της απομακρυσμένης εκπαίδευσης. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η στέγαση, δεν ήταν εύκολο να βρω σπίτι, αλλά ήμουν τυχερός», σημειώνει ο Χρήστος. «Υπήρχε συνάδελφος που βρήκε σπίτι μετά από 20 μέρες περίπου λόγω των υψηλών ενοικίων» αναφέρει περαιτέρω ο ίδιος.
«Τα περισσότερα σπίτια αξιοποιούνται στη σεζόν με αποτέλεσμα πολλοί συνάδελφοι να αναγκάζονται να μετακομίσουν από αυτά τον Μάιο, ενώ η εργασία τους τελειώνει τέλος Ιουνίου», επισημαίνει η κα. Ρίζου.
Παράλληλα, ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα που καλούνται να διαχειριστούν οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί στο νησί είναι αυτόν των πολλαπλών και μεγάλων μετακινήσεων. Ειδικότερα, η κα. Ζωή Μοσχοπούλου, αναπληρώτρια εκπαιδευτικός Αγγλικών στο 1ο και 2ο Νηπιαγωγείο Ληξουρίου, στο Νηπιαγωγείο Αγίας Θέκλης και στο Νηπιαγωγείο Μεσοβουνίων, αναφέρει ότι οι αποστάσεις μεταξύ των σχολείων δυσχεραίνουν το έργο της: «Φέτος εργάζομαι σε τέσσερα νηπιαγωγεία. Είναι σχετικά καλά αυτήν τη χρονιά, γιατί οι αποστάσεις είναι μικρές, περίπου 20 λεπτά το ένα νηπιαγωγείο από το άλλο. Άλλες χρονιές, χρειάζονταν έως και 40 λεπτά για να μετακινηθώ από ένα νηπιαγωγείο στο άλλο».
Το κράτος παρέχει ένα ποσό για οδοιπορικά, αλλά όπως σημειώνει η κα. Μοσχοπούλου, αυτό δεν επαρκεί πάντα και συνήθως οι εκπαιδευτικοί το λαμβάνουν με καθυστέρηση ακόμη και ενός έτους.
Η στάση της τοπικής κοινωνίας
Παρά τις δυσκολίες, η τοπική κοινωνία της Κεφαλονιάς στηρίζει ενεργά την εκπαίδευση. «Οι γονείς είναι άμεσα διαθέσιμοι να βοηθήσουν όποτε χρειαστεί. Επειδή η κοινωνία είναι μικρή, έχουμε καλή σχέση με τους γονείς και άμεση βοήθεια από αυτούς. Δεν υπάρχει το απρόσωπο που συναντάμε σε μια πόλη», σημειώνει η Παξιμαδά.
Μάλιστα, «σε ένα δημοτικό σχολείο στα Χιονάτα, ένας γονέας αγόρασε μόνος του μοκέτα για την τάξη», αναφέρει χαρακτηριστικά η Δήμητρα Κοκκινοπούλου, εκπαιδευτικός σε νηπιαγωγείο της Ερισσού επισφραγίζοντας την αγαστή συνεργασία εκπαιδευτικών γονέων. «Ειδικά στις πιο απομακρυσμένες περιοχές οι γονείς νιώθουν μια υποχρέωση απέναντί μας που έχουμε έρθει και προσπαθούν να μας βοηθούν και να ικανοποιούν τις ανάγκες που υπάρχουν» εξηγεί η ίδια.
Αξίζει να τονιστεί πως στην εν λόγω περιοχή της Ερισσού στην Κεφαλονιά-και όχι μόνο- ζουν πολλές αλβανικές οικογένειες. «Ένα ζήτημα που αντιμετωπίζουμε στην περιοχή είναι το ζήτημα της γλώσσας, καθώς οι περισσότερες οικογένειες είναι αλβανικής καταγωγής. Επομένως, τα παιδιά αυτά, ερχόμενα στο σχολείο, δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα», αναφέρει η κα. Παξιμαδά και συνεχίζει λέγοντας πως «είναι πολύ σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι οι γονείς πρέπει να αποδεχθούν πως τα παιδιά θα φοιτήσουν σε ένα ελληνικό σχολείο και να μην περιμένουν από εμάς, ως εκπαιδευτικούς, να κάνουμε εκμάθηση ελληνικών. Έτσι πρέπει η ελληνική γλώσσα να δουλεύεται εξαρχής από το σπίτι παράλληλα με την αλβανική.
Η δουλειά μας δεν είναι η εκμάθηση ελληνικών. Υπάρχει ειδικό τμήμα, το ΖΕΠ, στα δημοτικά σχολεία, το οποίο θα έπρεπε να υπάρχει σε μεγαλύτερη έκταση. Το υπουργείο δεν έχει προνοήσει γι’ αυτό». Σχετικά με αυτό η κ. Κοκκινοπούλου αναφέρει πως «οι γονείς από την Αλβανία δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό προς τους δασκάλους και τα παιδιά τους έχουν ηρεμία και σέβονται τον δάσκαλο».
Λύσεις για να βελτιωθεί το εκπαιδευτικό τοπίο
Η βελτίωση της εκπαίδευσης στην Κεφαλονιά απαιτεί συντονισμένες δράσεις σε πολλαπλά επίπεδα, όπως περιγράφουν οι εκπαιδευτικοί του νησιού μέσα από τις μαρτυρίες τους.
Περισσότερο προσωπικό
Η έλλειψη ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και ειδικών παιδαγωγών είναι ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί άμεσα. «Δεν υπάρχει στήριξη μέσα στο σύστημα για ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, ούτε για μαθητές ούτε για καθηγητές. Τα δημοτικά και κάποια γυμνάσια έχουν επισκέπτη ψυχολόγο που ο ρόλος του είναι πολύ σημαντικός και συνηθώς ανεπαρκής από την άποψη του πως πλαισιώνει το σύστημα το ωράριο που πρέπει να ασκήσει σε σχέση με τις ανάγκες ενός σχολείου. Δηλαδή ο επισκέπτης ψυχολόγος δεν καταφέρνει με τίποτα να μπει σε έναν κοινωνικό ιστό σχολείου, να καταλάβει αυτόν τον ιστό, να μπει στις διεργασίες, να εστιάσει στα παιδιά που θα έχρηζαν τη βοήθειά του και αναγκάζεται να είναι ένας επισκέπτης στον οποίο παραπέμπονται παιδιά που ήδη είναι προχωρημένης προβληματικότητας τα οποία το πλαίσιο τα έχει τοποθετήσει ως χρήζοντας βοηθείας. Ένας ψυχολόγος σε ένα σχολείο θα έπρεπε να είναι απαραίτητο κομμάτι μιας συμπαγούς ομάδας που συλλειτουργεί για να μπορεί να εστιάσει σε μικρότερες προβληματικότητες, να μπορέσει να προσφέρει αρωγή για μια ισορροπημένη λειτουργία ενός σχολείου», τονίζει η κα. Ρίζου. Τονίζεται παράλληλα, η επιτακτική ανάγκη για ένα σύγχρονο, νέο κτιριακό συγκρότημα στο Ληξούρι, όπως μας έχει τονίσει η κα. Ρίζου προκειμένου να αποσυμφορηθεί η κατάσταση.
Παρόμοια θέση εκφράζει και η κ. Μοσχοπούλου, υποστηρίζοντας πως η ενίσχυση των εκπαιδευτικών είναι κρίσιμη, τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και από την άποψη του εξοπλισμού και του προσωπικού που διατίθεται στις δομές προσχολικής εκπαίδευσης. «Τα παιδιά είναι η βάση της κοινωνίας, και ό,τι μπορούμε να κάνουμε για αυτά είναι σημαντικό», σημειώνει η κα. Ζωή Μοσχοπούλου. Επιπλέον, τονίζει την ανάγκη για αλλαγή στη νοοτροπία σχετικά με την ενσωμάτωση νέων αντικειμένων, όπως τα Αγγλικά, στο πρόγραμμα των νηπιαγωγείων: «Πρέπει να σταματήσει να υπάρχει ο φόβος ότι τα Αγγλικά μπορεί να χαλάσουν το πρόγραμμα του νηπιαγωγείου. Οι ίδιοι οι νηπιαγωγοί θα έπρεπε να το δουν πιο θετικά». Η συνδυαστική στήριξη, τόσο σε επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής όσο και στην αλλαγή αντιλήψεων, μπορεί να προσφέρει σημαντική ώθηση στη λειτουργία των νηπιαγωγείων της Κεφαλονιάς.
Ως συνέχεια των παραπάνω θέσεων έρχεται η ανάγκη για ουσιαστική στήριξη των αναπληρωτών εκπαιδευτικών που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στέγασης και μετακινήσεων. Ζητήματα που επηρεάζουν τόσο το οικονομικό κομμάτι όσο και το εκπαιδευτικό τους έργο.
Γενικότερα, το εκπαιδευτικό σύστημα έχει να διαχειριστεί πολλές προβληματικές -για τη σημερινή εποχή- ερμηνείες της αποδοτικής κι ωφέλιμης εκπαίδευσης. «Είναι σημαντικό να σταματήσουμε να βλέπουμε τα Λύκεια αποκλειστικά ως χώρους προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Οι μαθητές χρειάζονται στήριξη όχι μόνο για να περάσουν στις εξετάσεις, αλλά και για να αποκτήσουν δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν στη ζωή τους» σχολιάζει σχετικά η κα. Ρίζου. Παράλληλα, η κα. Κοκκινοπούλου υπογραμμίζει πως τα ουσιαστικά προβλήματα είναι του γενικότερου εκπαιδευτικού συστήματος λέγοντας χαρακτηριστικά πως «δε γίνεται σε μια τάξη να είναι ένας εκπαιδευτικός με 25 παιδιά. Τα προβλήματα ως προς τις μαθησιακές δυσκολίες τα εντοπίζουμε εμείς, και οι διαδικασίες κινούνται από την επόμενη χρονιά, καθώς μέχρι να τα διαπιστώσουμε, να συγκεντρωθούν όλα τα έγγραφα και να δοθεί έγκριση για παράλληλη στήριξη, χρειάζεται χρόνος. Η υποστελέχωση είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα».
Παρά τις δυσκολίες, οι εκπαιδευτικοί της Κεφαλονιάς συνεχίζουν να εργάζονται με αφοσίωση, προσπαθώντας να καλύψουν τα κενά που αφήνει το σύστημα. Οι ίδιοι επωμίζονται πολλαπλούς ρόλους όσο η τοπική κοινωνία στέκεται αρωγός, με τους γονείς να δείχνουν έμπρακτα την υποστήριξή τους, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στις μικρές κοινότητες του νησιού.
Ωστόσο, η ανάγκη για αλλαγές είναι επιτακτική. Από την ανέγερση νέων σχολικών συγκροτημάτων και τη βελτίωση των υπαρχόντων έως την ενίσχυση του προσωπικού, την επαρκή στήριξη των αναπληρωτών και τη μείωση της γραφειοκρατίας, η Κεφαλονιά έχει ανάγκη από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εκπαιδευτικής αναμόρφωσης. Το ειλικρινές ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με την υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας, δίνει όμως ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.