Πάνος Ρούτσι: Ο αγώνας ενός πατέρα, η φωνή μιας χώρας

Μπροστά στο Σύνταγμα, εκεί όπου περνούν καθημερινά βουλευτές, υπουργοί, ξένοι αξιωματούχοι και χιλιάδες πολίτες, έχει στηθεί μια μικρή σκηνή που δεν θυμίζει τίποτα από τη συνηθισμένη εικόνα διαδήλωσης ή διαμαρτυρίας. Είναι το καταφύγιο ενός πατέρα που εδώ και δεκαεννέα ημέρες αρνείται να φάει, που έχει ήδη χάσει περισσότερα από δέκα κιλά, που οι γιατροί προειδοποιούν ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά που παραμένει ακίνητος και αποφασισμένος. Ο Πάνος Ρούτσι δεν είναι ένας τυχαίος διαδηλωτής· είναι ο πατέρας ενός από τα πενήντα επτά παιδιά, φοιτητές, νέους ανθρώπους που σκοτώθηκαν στη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, σε εκείνο που χαρακτηρίστηκε εξαρχής ως «εθνικό έγκλημα». Και σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, ο ίδιος αισθάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να ρισκάρει και τη δική του ζωή για να ακουστεί. Όλη η Ελλάδα παρακολουθεί με συγκίνηση και οργή τον Πάνο Ρούτσι να δίνει αυτή τη μάχη μπροστά στη Βουλή.

Το αίτημα του Ρούτσι δεν είναι περίπλοκο. Δεν ζητά ούτε αποζημιώσεις ούτε ειδική μεταχείριση, δεν εκβιάζει, δεν απειλεί. Ζητά να γίνει εκταφή του παιδιού του, για να πραγματοποιηθούν τοξικολογικές εξετάσεις. Είναι το αυτονόητο δικαίωμα ενός γονιού που δεν μπορεί να ησυχάσει αν δεν ξέρει πώς ακριβώς έφυγε το παιδί του. Δεν πρόκειται για παράλογη επιμονή, αλλά για στοιχειώδη ανάγκη· γιατί όταν η επίσημη έρευνα αφήνει κενά, όταν δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες εξετάσεις, όταν μένουν σκιές, η οικογένεια δικαιούται να ζητήσει την πλήρη διερεύνηση. Όμως αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, έχει μετατραπεί σε μάχη με τα θεσμικά τείχη της χώρας. Η Δικαιοσύνη δεν δέχεται, οι αρμόδιες αρχές μιλούν για «περιττή διαδικασία», κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Κι όταν το κράτος σου κλείνει όλες τις πόρτες, η μόνη σου επιλογή είναι να χρησιμοποιήσεις το ίδιο σου το σώμα σαν έσχατο όπλο.

Κι όσο οι μέρες περνούν, η στάση της κυβέρνησης δείχνει όλο και πιο αδιάφορη. Αντί να σταθεί δίπλα στους γονείς, να τους δώσει απαντήσεις και να σεβαστεί το δικαίωμά τους να γνωρίζουν την αλήθεια, βάζει συνεχώς εμπόδια, επικαλείται διαδικασίες, καθυστερήσεις και προσχήματα. Ο Πάνος Ρούτσι αναγκάζεται να εξαντλεί το ίδιο του το σώμα για να ακουστεί, την ώρα που η Πολιτεία κλείνει τα αυτιά της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι οικογένειες των θυμάτων έχουν έρθει αντιμέτωπες εδώ και καιρό με μια ακόμη πιο βαριά προσβολή: τη συκοφάντηση. Από τις πρώτες κιόλας μέρες μετά την τραγωδία, ορισμένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί έσπευσαν να τους κατηγορήσουν ότι όλα αυτά τα κάνουν για τα λεφτά, ότι πίσω από τον αγώνα τους κρύβονται οικονομικά κίνητρα, ότι επιδιώκουν αποζημιώσεις και όχι δικαιοσύνη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ακούστηκαν ακόμη πιο εξοργιστικές δηλώσεις: ότι τα παιδιά που χάθηκαν «θυσιάστηκαν» για να γίνουν οι σιδηρόδρομοι ασφαλείς. Πώς μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για πενήντα επτά νέους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους από τη μια στιγμή στην άλλη, εξαιτίας εγκληματικών παραλείψεων και ανικανότητας εκείνων που είχαν την ευθύνη να προστατεύσουν τις ζωές τους; Και το χειρότερο: αντί να αναλάβουν τις ευθύνες τους, εκείνοι που είχαν την αρμοδιότητα πετούν το μπαλάκι από τον έναν στον άλλον, λες και μιλούν για αριθμούς και όχι για ανθρώπινες ζωές. Είναι η πιο χυδαία αντιστροφή της πραγματικότητας· άνθρωποι που θρηνούν τα παιδιά τους παρουσιάζονται περίπου σαν «καιροσκόποι», ενώ οι πραγματικοί υπεύθυνοι μένουν στο απυρόβλητο. Και αυτή η καχυποψία επανέρχεται κάθε φορά που οι γονείς αρνούνται να σωπάσουν, σαν μηχανισμός φίμωσης και απαξίωσης.

Οι τοξικολογικές εξετάσεις και η απαξίωση της Δικαιοσύνης

Οι τοξικολογικές εξετάσεις δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα· είναι θέμα αξιοπρέπειας και εμπιστοσύνης. Όταν χάνεις το παιδί σου σε μια τέτοια τραγωδία, δεν αρκεί να σου πουν πως «ο θάνατος ήταν βίαιος». Θέλεις να ξέρεις τι συνέβη, αν υπήρξαν παράγοντες που δεν έχουν αποκαλυφθεί, αν υπήρξαν ουσίες ή συνθήκες που θα μπορούσαν να φωτίσουν διαφορετικά την εικόνα. Δεν είναι εμμονή· είναι δικαίωμα. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι γονείς επιμένουν σε αυτό, γιατί ήδη υπάρχουν ενδείξεις που γεννούν εύλογα ερωτήματα. Αναλύσεις του Γενικού Χημείου έδειξαν ίχνη χημικών ουσιών, ενώ έχει αποκαλυφθεί ότι στο εμπορικό τρένο μεταφέρονταν εύφλεκτα υγρά. Αυτά δεν σημαίνουν από μόνα τους ότι εξηγούν τον θάνατο των παιδιών· δείχνουν όμως ξεκάθαρα ότι η έρευνα δεν μπορεί να μένει στη μισή αλήθεια.

Το πρόβλημα είναι ότι η Πολιτεία φάνηκε να μην θέλει να ανοίξει αυτό το κεφάλαιο. Από την πρώτη στιγμή, οι τοξικολογικές εξετάσεις περιορίστηκαν στους μηχανοδηγούς, λες και η υπόλοιπη τραγωδία δεν είχε σημασία. Κι όταν οι οικογένειες επέμειναν, ήρθαν καθυστερήσεις, αναβολές, τεχνικά προσχήματα. Μια δίκη που διαρκώς μετατίθεται, μια ανάκριση που κλείνει βιαστικά, μια έρευνα που δείχνει να σταματά εκεί που θα έπρεπε να ξεκινά. Όλα αυτά τροφοδοτούν το αίσθημα αδικίας και ενισχύουν τη δυσπιστία απέναντι στη Δικαιοσύνη. Οι γονείς δεν βλέπουν έναν μηχανισμό που προσπαθεί να βρει την αλήθεια· βλέπουν έναν μηχανισμό που θέλει να κλείσει τον φάκελο το συντομότερο δυνατό.

Και αυτή η δυσπιστία δεν περιορίζεται στις οικογένειες. Έχει απλωθεί σε όλη την κοινωνία. Από άκρη σε άκρη της χώρας, οι πολίτες μιλούν για συγκάλυψη, για καθυστερήσεις που μοιάζουν σκόπιμες, για μια Πολιτεία που περισσότερο προστατεύει τον εαυτό της παρά τους πολίτες της. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η Ευρωπαία Εισαγγελέας, Λάουρα Κοβέσι, αναφέρθηκε ανοιχτά στο ζήτημα. Είπε αυτό που όλοι γνωρίζουμε: ότι υπάρχει έλλειμμα εμπιστοσύνης, ότι η Ελλάδα δείχνει ανίκανη να αποδείξει πως η Δικαιοσύνη της λειτουργεί με διαφάνεια. Όταν φτάνει η Ευρώπη να μιλά για αυτά τα κενά, δεν πρόκειται πια για «φωνές συγγενών»· πρόκειται για διεθνή έκθεση μιας χώρας που δείχνει ανίκανη να σταθεί στο ύψος της.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ακόμη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου θα περίμενε κανείς οι Έλληνες εκπρόσωποι να σταθούν στο πλευρό των οικογενειών και να απαιτήσουν διαφάνεια, παρατηρείται συχνά το αντίθετο. Υπάρχουν περιπτώσεις που Έλληνες βουλευτές, αντί να στηρίξουν τη συζήτηση, σπεύδουν να τη σταματήσουν, να κλείσουν το θέμα πριν καν ακουστεί. Είναι η πιο οδυνηρή εικόνα: οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού να γυρίζουν την πλάτη σε μια από τις πιο βαριές τραγωδίες της σύγχρονης ιστορίας μας.

Η κοινωνική διάσταση είναι αυτή που πονάει περισσότερο. Γιατί οι πολίτες βλέπουν, καταλαβαίνουν, συμπαραστέκονται. Η εικόνα ενός πατέρα που μαραίνεται μπροστά στη Βουλή δεν τους αφήνει αδιάφορους· αντίθετα, τους γεμίζει οργή. Αλλά μαζί βλέπουν και την απάθεια των θεσμών. Αυτή η αντίθεση —μια κοινωνία που φωνάζει και μια κυβέρνηση που σιωπά— είναι που διαλύει την εμπιστοσύνη και αφήνει το τραύμα ανοιχτό.

Η δεύτερη τραγωδία: όταν η Δικαιοσύνη σκοτώνει τη μνήμη

Η τραγωδία των Τεμπών δεν τελείωσε με την απώλεια εκείνης της νύχτας· συνεχίζεται καθημερινά μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων, στις καθυστερήσεις, στις υπεκφυγές, στην απαξίωση που βιώνουν οι οικογένειες. Αυτή είναι η δεύτερη τραγωδία, εκείνη της Δικαιοσύνης. Γιατί όταν η Πολιτεία αδυνατεί ή αρνείται να φτάσει στην αλήθεια, τότε σκοτώνει για δεύτερη φορά τη μνήμη των θυμάτων. Κι αυτή η δεύτερη δολοφονία είναι πιο ύπουλη, γιατί δεν γράφεται με αίμα αλλά με σιωπή, με αδιαφορία, με παραλείψεις που γίνονται καθεστώς.

Οι συγγενείς δεν ζητούν εκδίκηση· ζητούν δικαιοσύνη. Δεν θέλουν να θάψουν άλλους μαζί με τα παιδιά τους· θέλουν να αναδειχθούν οι ευθύνες, να μάθει η κοινωνία τι συνέβη, να αλλάξει κάτι για να μην ξανασυμβεί. Κι όμως, κάθε φορά που μιλούν, αντιμετωπίζονται σαν «ενοχλητικοί», σαν άνθρωποι που πρέπει να σωπάσουν για να προχωρήσει η χώρα. Η αλήθεια όμως είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς δικαιοσύνη. Κι αυτό το ξέρουν οι πολίτες. Γι’ αυτό και όλη η Ελλάδα στέκεται δίπλα τους. Από τις μικρές πόλεις μέχρι τις μεγάλες πλατείες, από τις πορείες μέχρι τα κοινωνικά δίκτυα, η κοινωνία δείχνει με κάθε τρόπο ότι δεν ξεχνά. Η μοναδική που φαίνεται να θέλει να ξεχάσει είναι η ίδια η Πολιτεία.

Κι εδώ βρίσκεται το πραγματικό ερώτημα: τι είδους δημοκρατία είναι αυτή που αναγκάζει έναν πατέρα να λιμοκτονεί για να ακουστεί; Τι είδους κράτος είναι αυτό που βάζει απέναντι τις οικογένειες αντί να σταθεί δίπλα τους; Τι κοινωνία θα είμαστε αν δεχθούμε σιωπηλοί ότι μια τραγωδία τέτοιου μεγέθους μπορεί να μπει στο συρτάρι, να ξεχαστεί, να σβηστεί με μια σφραγίδα «περαίωσης»; Το χρέος δεν αφορά μόνο τις οικογένειες· αφορά όλους μας. Γιατί αν δεχτούμε ότι τα Τέμπη μπορούν να ξεχαστούν, τότε αύριο θα ξεχαστεί κάθε άλλη τραγωδία. Κι έτσι η ατιμωρησία θα γίνει μόνιμο καθεστώς.

Γιατί όσο οι αρχές επιμένουν να κωφεύουν, δεν προσβάλλουν μόνο τους γονείς· υποτιμούν τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού. Θεωρούν αυτονόητο ότι δεν θα τους γυρίσουμε την πλάτη, ότι θα συνεχίσουν να βρίσκονται στην εξουσία για πολλά χρόνια, ότι η κοινωνία θα κουραστεί και θα ξεχάσει. Κι όμως, η κοινωνία δεν ξεχνά. Ζητάμε δικαίωση όλοι μαζί. Οι γονείς ζητούν δικαίωση για τα παιδιά τους που χάθηκαν τόσο άδικα σε ένα έγκλημα που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί· κι εμείς, ως πολίτες, ζητάμε δικαίωση γιατί χωρίς αυτήν καμία δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί όρθια. Δεν θα ξεχάσουμε και δεν θα σταματήσουμε μέχρι το τέλος, γιατί σε αυτόν τον αγώνα είμαστε όλοι μαζί.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

elGreek
Μετακινηθείτε στην κορυφή